21 Αυγούστου 2017

Θυσίες των Ελλήνων χωρίς αντίκρισμα

Αδύνατος ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%

Παρά την αισιοδοξία της κυβέρνησης, η κόπωση των πολιτών από τις συνεχείς επιβαρύνσεις φαίνεται ότι θα οδηγήσει σε απόκλιση τον στόχο...
... για τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος, η οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μπορεί να αγγίξει και το 1 δισ. ευρώ.

Πώς προκύπτει η υστέρηση; Οι αριθμοί είναι συγκεκριμένοι: με τα μέτρα που ελήφθησαν κατά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης τον Μάιο του 2016 κυβέρνηση και τρόικα ανέμεναν φέτος 1 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος: 9,2 δισ. ευρώ το 2017 έναντι 8,2 δισ. ευρώ το 2016.

Ο λόγος είναι ότι με τις φετινές δηλώσεις που αφορούν στα εισοδήματα του 2016 εφαρμόζονται ήδη η μείωση του αφορολόγητου ορίου από τα 9.545 στα 8.750 ευρώ (κατά μ.ο.), η αύξηση των προκαταβολών φόρου για τους ελεύθερους επαγγελματίες από το 75% στο 100%, οι αναπροσαρμογές στην εισφορά αλληλεγγύης καθώς και η αύξηση του φόρου για όσους έχουν εισοδήματα από ενοίκια.

Αντί όμως για περισσότερα έσοδα από αυτή την πηγή, το κράτος εμφανίζεται ως το τέλος Ιουλίου να εισπράττει λιγότερα, ενώ και οι προβλέψεις για το υπόλοιπο του έτους δεν είναι ενθαρρυντικές. Ετσι, το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς τα έσοδα μόνο από τον φόρο εισοδήματος ήταν περίπου ίδια με τα περυσινά: 3,228 δισ. ευρώ εισπράχθηκαν ως το τέλος Ιουνίου του 2017, έναντι 3,217 δισ. το 2016.

Μετά τον Ιούνιο, η κυβέρνηση δεν ποντάρει πλέον στην παρακράτηση αλλά στην εξόφληση του φόρου που προκύπτει από τις φορολογικές δηλώσεις. Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα, διότι, παρά τις επιβαρύνσεις, το ποσό που προέκυψε φέτος από την εκκαθάριση των δηλώσεων είναι κατά 67 εκατ. ευρώ μικρότερο σε σύγκριση με πέρυσι. Το 2016 ήταν 3,467 δισ. ευρώ, ενώ φέτος 3,4 δισ. Επομένως, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις φοροτεχνικών, η επίτευξη του υψηλότερου κατά 1 δισ. ευρώ στόχου των εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος καθίσταται πλέον αδύνατη.

Αδύνατος ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%
Η εξέλιξη δεν θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του χαμηλότερου φετινού στόχου για πλεόνασμα ύψους 1,75%, αλλά ενισχύει την ανησυχία των Βρυξελλών για τη δυνατότητα της Ελλάδας να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Η ανησυχία συνδέεται με τον κίνδυνο η τρόικα να ζητήσει νέα μέτρα τον Οκτώβριο κατά την κατάθεση του προσχεδίου του Προϋπολογισμού, κάτι που θεωρείται βέβαιο αν οι αποκλίσεις στο σκέλος των εσόδων συνεχιστούν.

Με τα σημερινά δεδομένα, το άλμα από το πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% φέτος σε 3,5% του ΑΕΠ το 2018 φαντάζει αδύνατο να επιτευχθεί, κάτι που ήδη έχει προβλέψει το ΔΝΤ, το οποίο εκτιμά στο δικό του μνημόνιο ότι το πλεόνασμα της επόμενης χρονιάς δεν θα ξεπεράσει το 2,2%. Το άλμα αυτό φαινόταν εφικτό με βάση τις αρχικές προβλέψεις για υψηλή ανάπτυξη. Επειδή όμως η χαμηλότερη ανάπτυξη σημαίνει πάντα και λιγότερα έσοδα (αν δεν ληφθούν νέα μέτρα), τα δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει.

Τον Νοέμβριο του 2016, όταν άρχιζε η δεύτερη αξιολόγηση, η Κομισιόν ανέμενε ανάπτυξη 2,7% το 2017 και 3,1% το 2018. Πάνω εκεί χτίστηκε το μακροοικονομικό σενάριο της διετίας 2017-2018. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει, ενώ είναι ενδεικτικό ότι και η ίδια η κυβέρνηση υπολογίζει τη φετινή ανάπτυξη στο 1,8%. Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης άλλαξε τα δεδομένα και κανείς δεν περιμένει πια το κύμα της ανάπτυξης να «πάρει πάνω του» τα φορολογικά έσοδα και να τα οδηγήσει χωρίς νέα μέτρα στο πλεόνασμα 3,5% το 2018.

Επιπλέον, παρά τη βροχή των κατασχέσεων λογαριασμών (κάθε μέρα εκδίδονται 5.000 ηλεκτρονικά κατασχετήρια), η κόπωση των φορολογουμένων είναι δεδομένη και είναι βέβαιο ότι το «θαύμα» της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 4,19% (με όρους μνημονίου) το 2016 δεν πρόκειται να επαναληφθεί αν δεν ανακάμψει η οικονομία.

Για την ώρα βέβαια ο κ. Τσακαλώτος αισθάνεται ασφαλής, καθώς χάρη στην υπερσυγκράτηση δαπανών κατά 1,569 δισ. ευρώ το πρώτο επτάμηνο του έτους το πρωτογενές πλεόνασμα υπερβαίνει τις προβλέψεις. Ο υπουργός Οικονομικών ευελπιστεί ακόμη ότι τα έσοδα ως το τέλος του έτους θα είναι επαρκή για την υπέρβαση του φετινού στόχου - το 1,75%. Για να συμβεί αυτό πρέπει να εισπραχθούν τουλάχιστον 25,7 δισ. ευρώ -από το σύνολο των φόρων- από τον Αύγουστο έως το τέλος του έτους.