16 Δεκεμβρίου 2017

Όταν Ρώσοι λένε, ότι η τουρκική οικονομία βαδίζει προς την καταστροφή…

Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε μια παράξενη κατάσταση. Αφενός, πετυχαίνει διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αποκατάσταση...


... του εμπορίου με τη Ρωσία και την επιστροφή των Ρώσων τουριστών.

Ωστόσο, μια σειρά άλλων δεικτών αποδεικνύουν ότι η Τουρκία δεν εξήλθε της κρίσης, αλλά αντιθέτως βυθίστηκε σ’ αυτήν Τι συμβαίνει πραγματικά, και ποια είναι η αιτία αυτής της παραδοξότητας;

Το τρίτο τρίμηνο του έτους η τουρκική οικονομία κατέγραψε άνοδο 11,1%. Αυτό υπερβαίνει αρκετά τον παγκόσμιο μέσο όρο (σύμφωνα με την θερινή εκτίμηση του ΔΝΤ, το 2017 η παγκόσμια οικονομία θα αυξηθεί κατά 3,5%), και σ’ αυτό το δείκτη θα καταλάβει την πρώτη θέση ανάμεσα στους G20.

Οι κύριες πηγές ανάπτυξης ήταν οι εξαγωγές, οι οποίες εντάθηκαν από την σημαντική αποδυνάμωση της λίρας (+ 17,2%), και της εσωτερικής κατανάλωσης, το μερίδιο της οποίας στην εθνική οικονομία εκτιμάται ότι συνιστά τα δύο τρίτα του συνόλου (+11,7%).

Εφέτος προστέθηκε και ένας ακόμη σημαντικός παράγων, η επιστροφή των τουριστών από τη Ρωσία, οι οποίοι είχαν σημαντική συνεισφορά σε συνάλλαγμα. Όπως δήλωσε ο Ερντογάν, τα έσοδα από τους Ρώσους τουρίστες το 2017 έφθασαν τα 4,5 δισ. δολ. Με βάση τα τρέχοντα στατιστικά στοιχεία, η ετήσια ροή των Ρώσων τουριστών πλησιάζει τα 5 εκατομμύρια, που σημαίνει ότι κατά μέσο όρο αφήνουν σχεδόν 1.000 δολ. ο ένας. Την ίδια στιγμή η Άγκυρα υπολογίζει ότι το 2018 θα αυξηθούν οι τουρίστες κατά 15-20%.

Ωστόσο, όλη αυτή η εντυπωσιακή δυναμική προκαλεί σειρά ερωτημάτων, εάν κοιτάξουμε τους άλλους βασικούς δείκτες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Νοεμβρίου, στην Τουρκία καταγράφηκε ο υψηλότερος πληθωρισμός από τον Μάρτιο του 2003, σχεδόν 13% σε ετήσια βάση. Πριν από ένα μήνα ήταν στο 11,9%, σημαντικά υψηλότερος από τις προβλέψεις της Εθνικής Τράπεζας που έβλεπε 9,8% για το 2017.

Οι προσδοκίες για 7% για το 2018 σε αυτές τις συνθήκες φαντάζουν μη ρεαλιστικές. Βασικοί παράγοντες της επιτάχυνσης του πληθωρισμού είναι αύξηση των τιμών του πετρελαίου (η Τουρκία σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την εισαγωγή ενέργειας, και τα καύσιμα είναι πολύ ακριβά στη χώρα) και η συνεχόμενη υποτίμηση της λίρας.

Η προηγούμενη οξεία πτώση του εθνικού νομίσματος συνέβη στα μέσα του περασμένου έτους – αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος. Για μερικούς μήνες η ισοτιμία έπεσε στα 3-3,5 λίρες ανά δολάριο. Στις αρχές αυτού του χρόνου το οικονομικό επιτελείο κατάφερε κάπως να σταθεροποιήσει την κατάσταση, αλλά τον Σεπτέμβριο η λίρα άρχισε να πέφτει ταυτοχρόνως με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου.

Τώρα για ένα δολάριο δίνουν 3,9 λίρες, το οποίο συνιστά ιστορικό χαμηλό, αν το υπολογίσουμε με την ονομαστική αξία του 2005. Αυτή η συμπεριφορά του εθνικού νομίσματος συμβάλει συνήθως στην αύξηση των τουριστικών εισροών.  Λίγο πριν την πτώση του ρουβλίου στα τέλη του 2014 για 1 λίρα στα ανταλλακτήρια της Κωνσταντινούπολης ζητούσαν περίπου 20 ρούβλια, τώρα έχει πέσει στα 16 ρούβλια, σαν το ίδιο το ρούβλι όλο αυτό το διάστημα να μην έπεσε, αλλά αντιθέτως να ανέβηκε.

Αλλά για τους Τούρκους η πτώση της λίρας δεν προοιωνίζει τίποτε καλό – τώρα καθημερινά αντιλαμβάνονται στη ζωή τους τι σημαίνει στην πραγματικότητα ο «φαύλος κύκλος πληθωρισμού-υποτίμησης». Ακριβαίνουν ακόμη και τα προϊόντα εγχώριας παραγωγής, τα οποία στην Τουρκία ήταν πάντα σε αφθονία: για παράδειγμα οι ειδικοί της Goldman Sachs σημειώνουν το άλμα των τιμών στα λαχανικά σχεδόν κατά 13%.

Υπάρχουν και τα πρώτα αδιαμφισβήτητα σημάδια της επιδίωξης των Τούρκων να στραφούν σε πιο ρευστά περιουσιακά στοιχεία, απ’ ότι η λίρα. Τον Νοέμβριο, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού (World Gold Council) τόνισε τη σημαντική αύξηση των τουρκικών επενδύσεων σε χρυσό – 47 μετρικοί τόνοι φέτος έναντι 14,8 τον προηγούμενο χρόνο.

«Συνήθως σε μια οικονομία, που υπάρχει ισχυρή ανάπτυξη, το εθνικό νόμισμα δεν πέφτει, διότι η οικονομική ανάπτυξη προκαλεί αύξηση της απασχόλησης, της κατανάλωσης και της σταθερότητας, της πραγματικής ζήτησης. Στην Τουρκία δεν παρατηρούνται τέτοια δείγματα. Η χώρα δεν βρίσκεται σε κατάσταση ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά μιας πολύ σύνθετης μεταβατικής περιόδου». Αυτό δήλωσε στην εφημερίδα «Vzglyad» ο επικεφαλής του «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών» του «Ινστιτούτου Παγκοσμιοποίησης και Κοινωνικών Κινημάτων», Βασίλι Κολτάσοφ.

Ο Κολτάσοφ αναγνωρίζει ότι χάρη στην υποτίμηση της λίρας η Τουρκία απέκτησε σημαντικό πλεονέκτημα στον τομέα του τουρισμού απέναντι στον κύριο γειτονικό ανταγωνιστή της, την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην ευρωζώνη. Αλλά στην πραγματικότητα η χώρα το μόνο που κάνει είναι να αρχίζει να επιστρέφει ως προορισμός του φθηνού τουρισμού, εκεί όπου βρισκόταν τις δεκαετίες του 1980 και 1990, μέχρι να αρχίσει να ακριβαίνει η τουριστική διαμονή.

«Επιπλέον, η μείωση του κόστους οφείλεται στη μείωση της τιμής της εγχώριας εργατικής δύναμης», υπογραμμίζει ο οικονομολόγος. «Αυτό, βέβαια, αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δίνει κάποιο αποτέλεσμα, αλλά προκαλεί κοινωνική κατάπτωση: η Τουρκία δεν προχωρά προς τα εμπρός, αλλά προσπαθεί να επιβιώσει».

H Τράπεζα της Τουρκίας, σε συνεδρίαση της περασμένης Πέμπτης, αποφάσισε να αυξήσει το επιτόκιο συμβολικά κατά μισό τοις εκατό, λόγω του επιπέδου του πληθωρισμού. Ωστόσο, η θέση των τουρκικών αρχών για την ενίσχυση της οικονομίας μέσω δανείων μ’ αυτήν την απόφαση «δεν περπατάει».

«Το χρήμα πρέπει να είναι φθηνό, πρέπει να είναι άφθονο και εύκολα προσβάσιμο», δήλωσε σε συνέντευξή του στο Bloomberg ο υπουργός οικονομικών Νιχάτ Ζεϊμπεκτσί. Παράλληλα, ο Ερντογάν, παρά και την νέα φάση πτώσης της λίρας, συνεχίζει να προωθεί την παλιά του ιδέα -την μετάβαση των εμπορικών σχέσεων με τους βασικούς συμμάχους της Τουρκίας στα εθνικά νομίσματα.

«Ο στόχος μας πρέπει να είναι να αυξήσουμε το επίπεδο του κύκλου εμπορίου από τα 100 διs. στα 500 διs. δολάρια. Γι’ αυτό πρέπει να περάσουμε σε συναλλαγές σε εθνικά νομίσματα. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να εκθέτουμε τις οικονομίες μας στην πίεση του δολαρίου και του ευρώ».

«Το να εμπορευόμαστε με τα εθνικά νομίσματα τώρα δεν είναι πολύ λογικό: σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να το απορρίψουν και να καταφύγουν σε αποθεματικό συνάλλαγμα, για να καθοριστεί το κέρδος και να μην το καταπιεί ο πληθωρισμός», αντιτείνει στον Ερντογάν ο Βασίλι Κολτάσοφ.

«Η τουρκική λίρα χρειάζεται τη διεθνή στήριξη, έτσι ώστε κάποιος να πουλάει δολάρια, να αγοράζει τουρκικά εμπορεύματα σε λίρες και μάλιστα να κρατά κάποιο μέρος των χρημάτων σε λίρες. Σ’ αυτό, ο πρόεδρος της Τουρκίας βλέπει ένα μέσο σταθεροποίησης του εθνικού νομίσματος, διότι καταλαβαίνει ότι οι εσωτερικοί πόροι της σταθεροποίησης έχουν εξαντληθεί. Αλλά αυτό είναι μόνον επιθυμία και η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, γιατί η λίρα, όπως φαίνεται, θα πέσει κι άλλο, που μπορεί να οδηγήσει σε όξυνση της κοινωνικής έντασης».

Το δεύτερο κύμα της παγκόσμιας κρίσης 2014-2016 έδειξε ότι η Τουρκία είναι μια μικρή και ως εκ τούτου ασταθής οικονομία, η οποία πρέπει να αναζητήσει εξωτερική υποστήριξη. «Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Ερντογάν ήταν αναγκασμένος να συμφιλιωθεί με τη Ρωσία και να επιδιώξει θερμές σχέσεις με την Κίνα, παρά το νεο-οθωμανικό του πάθος» κατέληξε ο εμπειρογνώμων. [vz.ru]